- χόλικος
- χόλιξgutsfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χολικός — ή, ό / χολικός, ή, όν, ΝΑ [χόλος /χολή] 1. ο σχετικός με τη χολή 2. αυτός που πάσχει από χολή νεοελλ. φρ. α) «χολικό συρίγγιο» ανατ. παθολογική ή πειραματική επικοινωνία τής χοληδόχου κύστεως ή τών χοληφόρων οδών με το δέρμα β) «χολικά οξέα»… … Dictionary of Greek
χολικῶν — χολικός bilious fem gen pl χολικός bilious masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολικοί — χολικός bilious masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολικούς — χολικός bilious masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολικῷ — χολικός bilious masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VENTRICULUS Victimae — inter partes Sacerdoti assignatas, memoratur Mosi, Deuteron. c. 18. v. 3. ubi Graeci vocem Hebr. Gap desc: Hebrew ἔνυςτρον reddunt. Est autem ἔνυςτρον Hesychio τὸ μέγα ἔντερον τῶ ξώων, ἡ κοιλία, magnum animalium intestinum, venter. Aliis ἠνυςτρον … Hofmann J. Lexicon universale
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
χολικεύγομαι — Ν [χολικός] (στον Ερωτόκρ.) χολικιάζομαι … Dictionary of Greek
χολικιάζομαι — Ν [χολικός] (διαλ. τ.) κακιώνω, θυμώνω … Dictionary of Greek
χολικιάρης — ο, θηλ. χολικιάρα ή ού, Ν αυτός που πικραίνεται εύκολα, χολιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολικός + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ερωτ ιάρης, χολ ιάρης)] … Dictionary of Greek